Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που αποτέλεσε μια σημαντική στιγμή της επικοινωνίας της δεξιάς με την ακροδεξιά και διεκπεραιώθηκε υπό το βλέμμα της πρώτης και τα χέρια της δεύτερης, λειτούργησε ως ένα ανοιχτό κοινωνικό θέαμα, με βλέμματα απορίας και άγνοιας σε ένα μεγάλο κομμάτι κόσμου (τη στιγμή που ένα άλλο πολεμούσε τον φασισμό στο δρόμο), τα οποία δεν συνοδεύτηκαν από δάκρυα μετάνοιας της κυβέρνησης, αλλά αντίθετα της πρόσφεραν την ευκαιρία να ξεδιπλώσει ακόμα περισσότερο την πολιτική της ατζέντα. Η μηντιακή διαχείριση του κυνηγιού της Χ.Α. που ακολούθησε, εξελίχθηκε σε μια καταγγελιολαγνεία του φασισμού και σε μια ιδεολογική προπαγάνδα, στην οποία βρήκαν θέση ανιστόρητες θεωρίες περί βίας, αόριστα νοήματα περί δημοκρατίας και λοιπές άλλες «σοβαρές» δηλώσεις που στόχευαν αφενός στο να ξεπλύνουν τον εμφανή πλέον ακροδεξιό χαρακτήρα της κεντρικής πολιτικής σκηνής και αφετέρου στο να διαφημίσουν την παντοδυναμία του κράτους και των μηχανισμών του, στα μάτια της κοινωνίας.
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, η κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη αφενός τον επικοινωνιακό χώρο που τα ΜΜΕ πρόθυμα της προσφέρουν και αφετέρου την ιδεολογική κάλυψη (και εν δυνάμει εκλογική στήριξη) τμήματος της κοινωνίας, που παραμένει συντηρητικό ή/και εκφασισμένο, αυξάνει τα όρια της αστυνομικής διαχείρισης και ελέγχου. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο της προσπάθειας του κράτους να διασφαλίσει το ρόλο του ως απόλυτο διαχειριστή της κοινωνικής σφαίρας και να φανεί αποτελεσματικό στην πάταξη της «ανομίας» εντάσσεται και η απόπειρα στοχοποίησης των κινημάτων, μέσω της κατασκευής αντιλήψεων περί βίαιων και επικίνδυνων ανθρώπων που στοχεύουν στο να βλάψουν τη δημοκρατία και να εμποδίσουν την «επερχόμενη ανάπτυξη». Η «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται» δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από το ιδεολογικό μότο – το πρόσχημα – που χρησιμοποιείται για να αιτιολογήσει την καταστολή που υφίστανται οι κοινωνικοί αγώνες, ενώ την ίδια στιγμή το μονοπώλιο της κρατικής βίας, με ένα πλούσιο παρελθόν καταστολής (διαπόμπευση οροθετικών, εκκένωση καταλήψεων, επιστρατεύσεις απεργών) απογειώνεται στο απόλυτό του, μέσω πρακτικών που υφαίνουν την πραγματικότητα της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας: στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, βασανιστήρια σε κρατητήρια, ξυλοδαρμοί εργαζομένων.
Χαρακτηριστικότερο πεδίο πειραματισμού των αναβαθμισμένων αυτών κατασταλτικών τακτικών της κυριαρχίας αποτελεί ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική. Κράτος και κεφάλαιο ορίζουν την κανιβαλική συνθήκη της κερδοφορίας των εγχώριων και πολυεθνικών ελίτ ως «ανάπτυξη». Στην προσπάθεια να χειραγωγήσουν τις κοινωνικές συνειδήσεις και να κάνουν συλλογικά αποδεκτό το πρόταγμα της «εθνικής σωτηρίας» βρίσκουν σθεναρή αντίσταση στους αγωνιζόμενους κατοίκους και αλληλέγγυους, τους οποίους και ορίζουν ως βασικούς υπεύθυνους για την παρεμπόδιση της «εθνικής οικονομικής ανάκαμψης». Ταυτόχρονα, επιδιώκεται η απογύμνωση του αγώνα από τις κοινωνικές διεκδικήσεις που θέτει και αποσιωπάται ολοκληρωτικά η εκτεταμένη άσκηση βίας της εξουσίας που έχει εκδηλωθεί εδώ και καιρό στην περιοχή.
Από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρίας και των μισθοφόρων της στο βουνό και σχεδόν για ένα χρόνο, η σιωπή των καθεστωτικών ΜΜΕ ακόμα και σε περιπτώσεις πρωτοφανών μεγεθών κρατικής βίας στο πλαίσιο της καταστολής κινητοποιήσεων, με σοβαρούς τραυματισμούς από τη ρίψη πλαστικών σφαιρών και δακρυγόνων σε ευθεία βολή και μέσα σε αυτοκίνητα, διασφάλιζε τη φίμωση του μαζικού αγώνα που συντελούνταν στην περιοχή και παρείχε στο κράτος άπλετο χώρο για να τρομοκρατήσει και να καταπνίξει παρασκηνιακά ένα ολόκληρο κίνημα, εφαρμόζοντας το δόγμα της μηδενικής ανοχής σε δεκάδες προσαγωγές και συλλήψεις διαδηλωτών, με κατηγορία ακόμα και την ίδια τη συμμετοχή τους σε κινητοποίηση.
Μετά την καταστροφή του εργοταξίου της Ελληνικός Χρυσός στις Σκουριές, στις 17/2/13, επήλθε η πρώτη ποιοτική αναβάθμιση της καταστολής, με τη διενέργεια πλήθους προσαγωγών αγωνιζόμενων που φέρονταν ως ύποπτοι – μέσω βίαιων εισβολών σε σπίτια, καφενεία και λεωφορεία – τις πολύωρες κρατήσεις τους χωρίς την παρουσία δικηγόρων και τη λήψη γενετικού υλικού (DNA), χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες. Παράλληλα με την απόπειρα πραγματικής τρομοκράτησης των αγωνιζόμενων, η καταστολή κινήθηκε και σε επικοινωνιακό επίπεδο, με στόχο τη συμβολική τρομοκράτηση της κοινής γνώμης και τη μετατόπιση της συζήτησης από τον αγώνα ενάντια στο περιβαλλοντικό και κοινωνικό έγκλημα που συντελείται στην περιοχή προς ένα αστυνομικό σήριαλ με πάνοπλους ΕΚΑΜίτες και σκοτεινούς κουκουλοφόρους.
Κάπως έτσι ξεκινά η περίοδος κατά την οποία στο πλευρό των επικοινωνιακών τρικ της εξουσίας και της «νόμιμης βίας», που βρίσκει πάντα την ευκαιρία να διευρύνει τα όρια της υπό τον μανδύα της θεσμικής προάσπισης της δημοκρατίας και της κοινωνικής «ειρήνης», τάσσεται η επίσημη εγκαθίδρυση της βιομηχανίας διώξεων σε αγωνιζόμενους – κατοίκους και αλληλέγγυους – ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, η οποία έκτοτε βρίσκεται σε αέναη εξέλιξη: μαζικές διώξεις με στημένα κατηγορητήρια και βάσει του τρομονόμου, κατηγορίες περί ηθικής αυτουργίας που ανοίγουν το δρόμο για ξεκάθαρες φρονηματικές διώξεις, προφυλακίσεις διωκόμενων. Θα ήταν βέβαια αφελές το να πίστευε κανείς ότι η νομική διαχείριση από πλευράς κράτους της υπόθεσης στη Χαλκιδική δεν θα συμβάδιζε με την πολιτική βαρύτητα που αυτή φέρει. Οι δικαστικοί χειρισμοί στην περίπτωση αυτή δίνουν την δυνατότητα στο κράτος να δημιουργεί προνομιακά πεδία δράσης απέναντι σε αγώνες, με την αποκλειστική διαχείριση των νομικών όρων και των κατηγορητηρίων προς όφελος του. Η συσχέτιση, για παράδειγμα, προσώπων και καταστάσεων σε σχήματα «επικινδύνων εγκληματικών οργανώσεων», μέσω της παραγωγής χιλιάδων σελίδων δικογραφιών που καλύπτουν χρονικά ολόκληρη σχεδόν την εξέλιξη του αγώνα από το Μάρτιο του ’12 και μετά, καταδεικνύει τον πανικό εταιρείας και κράτους μπροστά στην αμφισβήτηση της ίδιας τους της εξουσίας. Αντίστοιχα, το φακέλωμα που επιχειρείται με την παράνομη λήψη DNA σε ένα πλήθος αγωνιζόμενων κατοίκων και αλληλέγγυων, δεν αποτελεί μόνο μια κορύφωση της φυσικής βίας που ασκείται ή μια ακόμα παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά συνιστά στιγμιότυπο της προσπάθειας του κράτους να ποινικοποιήσει κάθε σκέψη και δράση αντίστασης, είτε αυτή πραγματοποιείται στο παρόν, είτε δύναται να δομηθεί στο μέλλον.
Υπό αυτή την έννοια, η επιλογή του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική ως μηντιακή ναυαρχίδα της ιδεολογικής επίθεσης που εξελίσσεται, δεν είναι τυχαία. Το κράτος, ως υπάλληλος της εταιρείας, θα εφαρμόσει κάθε διαθέσιμο κατασταλτικό μηχανισμό – ειδικά τώρα που τα μεταλλευτικά αποθέματα μπαίνουν στο στόχαστρο της πολιτικοοικονομικής ατζέντας – προκειμένου να αποτρέψει μια αντίστοιχη εξέλιξη σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια. Και ο αγώνας ενάντια στο χρυσό θάνατο, με την αντοχή του στο χρόνο, αλλά και με τις σχέσεις που δομούνται εντός του, αποτελεί, όπως φαίνεται, πολύ σημαντική απειλή, καθώς δημιουργεί παρακαταθήκες για επόμενους αγώνες. H σύνδεσή του με άλλους αγώνες είναι ίσως η μόνη απάντηση που μπορεί να αμφισβητήσει έμπρακτα την κυριαρχία εταιρειών και κράτους που επεκτείνεται όλο και πιο βαθιά στις ζωές μας.
Η απάντησή μας στην ολοένα εντεινόμενη επίθεση της κυριαρχίας, που επιστρατεύει όλη τη γκάμα των μέσων της εξουσίας προκειμένου να διασφαλίσει την καταστολή του αγώνα, θα πρέπει να δοθεί με τα μέσα που χαρακτηρίζουν όλους εμάς που αγωνιζόμαστε για το δίκιο και την ελευθερία: την αλληλεγγύη, την αξιοπρέπεια, την αντίσταση. Την αλληλεγγύη σε όσους τους έχει επιβληθεί το καθεστώς τρόμου, την αξιοπρέπεια ενάντια σε όσους ζητάνε πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και την αντίσταση, τόσο στον απροκάλυπτο εκβιασμό που ασκείται με πρόφαση την κρίση, όσο και στην πραγματική τρομοκρατία, που δεν είναι άλλη από αυτή που επιβάλλεται από το κράτος και τις εταιρείες.
Ανοιχτό Συντονιστικό Θεσσαλονίκης ενάντια στα μεταλλεία χρυσού